- κομπηρός
- κομπηρός, großsprecherisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κομπηρός — κομπηρός, ά, όν (ΑM) αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομπασμό, με υπερηφάνεια, κομπαστικός, αλαζονικός. επίρρ... κομπηρῶς περήφανα, κομπαστικά, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] … Dictionary of Greek
Κομπηρός — resounding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηρά — Κομπηρός resounding neut nom/voc/acc pl Κομπηρά̱ , Κομπηρός resounding fem nom/voc/acc dual Κομπηρά̱ , Κομπηρός resounding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηρότερον — Κομπηρός resounding adverbial comp Κομπηρός resounding masc acc comp sg Κομπηρός resounding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηρόν — Κομπηρός resounding masc acc sg Κομπηρός resounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηραῖς — Κομπηρός resounding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηροῖς — Κομπηρός resounding masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηρῶς — Κομπηρός resounding adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
Κομπηράς — Κομπηρά̱ς , Κομπηρός resounding fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)